ἕρψῃ

ἕρψῃ
ἕρπω
serpo)
fut ind mid 2nd sg
ἕρψηι , ἕρψις
creeping
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έρψη — η (AM ἔρψις) [έρπω] το να σύρεται κάποιος με την κοιλιά στο έδαφος, το σούρσιμο νεοελλ. είδος άσκησης στη γυμναστική στην οποία μετακινείται κάποιος με τα χέρια και τα πόδια πάνω στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • ἕρψηι — ἕρψῃ , ἕρπω serpo) fut ind mid 2nd sg ἕρψις creeping fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”